- ὑπορχηματική
- ὑπορχηματικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπορχηματικός — ή, όν, Α [ὑπόρχημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υπόρχημα 2. φρ. «ποίησις ὑπορχηματική» ποίηση υπορχημάτων … Dictionary of Greek